- βηρύλλιος
- βηρύλλιος,A = ἀειζωον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.4.88.2 = ἀνεμώνη ἡ Φοινικῆ, Osthanes ap.eund.2.176; cf. Hsch. s.v. βήρυλλος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βηρύλλιος — βηρύλλιος, α, ον (Μ) 1. κατασκευασμένος από βήρυλλο 2. το ουδ. ως ουσ. βηρύλλιον, το η βήρυλλος … Dictionary of Greek